Κόραις

Κόραις
Κόρα
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόραις — κόρη girl fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρᾳς — Κόραις , Κόρα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρᾳς — κόραις , κόρη girl fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отроковица — ОТРОКОВИЦ|А (107), Ѣ (А) с. Девочка, молодая девушка: ѡтроковиц˫а же кѹпьно помазана съдрава вс˫а бы(с). (ἡ… παῖς) ЖФСт к. XII, 145 об.; заповѣдающе отъселѣ. свою братанѹ на бракъ обьщени˫а. съвъкѹплѧющю… или дъвѣма отроковицѧма сестрама оц҃а и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CERINUS — coloris genus, Graece κηρινὸν χρῶμα; et κηρινόχρους, occurrit apud Plinium, l. 19. c. 5. ubi cerini cucumeres: Crescunt quâ coguntur formâ. In Italia virides et quammnimi, in provinciis quamma???imi et cerini aut nigri placent, copiosissimi in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εντρανής — ἐντρανής, ές (AM) [εντρανής] ζωηρός, δυνατός, ισχυρός μσν. στενής, στυλωμένος («ἰδὼν Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις») αρχ. φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός. επίρρ... ἐντρανῶς 1. με επιμονή, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”